Definify.com
Definition 2024
διεπιφάνεια
διεπιφάνεια
Greek
Noun
διεπιφάνεια • (diepifáneia) f (plural διεπιφάνειες)
Declension
declension of διεπιφάνεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διεπιφάνεια | διεπιφάνειες |
genitive | διεπιφάνειας | διεπιφανειών |
accusative | διεπιφάνεια | διεπιφάνειες |
vocative | διεπιφάνεια | διεπιφάνειες |
Synonyms
- διεπαφή f (diepafí)
- διασύνδεση f (diasýndesi)
External links
- διεπαφή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el