Definify.com
Definition 2025
διαφορετικός
διαφορετικός
Greek
Adjective
διαφορετικός • (diaforetikós) m (feminine διαφορετική, neuter διαφορετικό)
Declension
positive forms of διαφορετικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαφορετικός | διαφορετική | διαφορετικό | διαφορετικοί | διαφορετικές | διαφορετικά |
| genitive | διαφορετικού | διαφορετικής | διαφορετικού | διαφορετικών | διαφορετικών | διαφορετικών |
| accusative | διαφορετικό | διαφορετική | διαφορετικό | διαφορετικούς | διαφορετικές | διαφορετικά |
| vocative | διαφορετικέ | διαφορετική | διαφορετικό | διαφορετικοί | διαφορετικές | διαφορετικά |
Related terms
- see: διαφορά f (diaforá, “difference”)