Definify.com
Definition 2024
διευκρινίζομαι
διευκρινίζομαι
Greek
Verb
διευκρινίζομαι • (diefkrinízomai) (simple past διευκρινίστηκα, active form διευκρινίζω, passive)
- passive of διευκρινίζω (diefkrinízo)
Conjugation
διευκρινίζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | διευκρινίζομαι | θα διευκρινίζομαι | διευκρινιζόμουν, διευκρινιζόμουνα |
2nd person | διευκρινίζεσαι | θα διευκρινίζεσαι | διευκρινιζόσουν, διευκρινιζόσουνα | |
3rd person | διευκρινίζεται | θα διευκρινίζεται | διευκρινιζόταν, διευκρινιζότανε | |
1st person | pl | διευκρινιζόμαστε | θα διευκρινιζόμαστε | διευκρινιζόμασταν, διευκρινιζόμαστε2 |
2nd person | διευκρινίζεστε, διευκρινιζόσαστε1 | θα διευκρινίζεστε, διευκρινιζόσαστε1 | διευκρινιζόσασταν, διευκρινιζόσαστε2 | |
3rd person | διευκρινίζονται | θα διευκρινίζονται | διευκρινίζονταν, διευκρινιζόντανε, διευκρινιζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | διευκρινιστώ | θα διευκρινιστώ | διευκρινίστηκα |
2nd person | διευκρινιστείς | θα διευκρινιστείς | διευκρινίστηκες | |
3rd person | διευκρινιστεί | θα διευκρινιστεί | διευκρινίστηκε | |
1st person | pl | διευκρινιστούμε | θα διευκρινιστούμε | διευκρινιστήκαμε |
2nd person | διευκρινιστείτε | θα διευκρινιστείτε | διευκρινιστήκατε | |
3rd person | διευκρινιστούν, διευκρινιστούνε | θα διευκρινιστούν, θα διευκρινιστούνε | διευκρινίστηκαν, διευκρινιστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | διευκρινίσου | |
2nd person | pl | —3 | διευκρινιστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω διευκρινιστεί, έχεις διευκρινιστεί έχει διευκρινιστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω διευκρινιστεί, θα έχεις διευκρινιστεί, θα έχει διευκρινιστεί, … | |||
Past perfect | είχα διευκρινιστεί, είχες διευκρινιστεί, είχε διευκρινιστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||