Definify.com
Definition 2024
δικαίωμα
δικαίωμα
Greek
Noun
δικαίωμα • (dikaíoma) n (plural δικαιώματα)
- (law) right, entitlement
- ανθρώπινα δικαιώματα ― anthrópina dikaiómata ― human rights
- right, warrant, authority, power
- Δεν είχες το δικαίωμα να πυροβολήσεις. ― Den eíches to dikaíoma na pyrovolíseis. ― You didn't have permission to shoot.
Declension
declension of δικαίωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικαίωμα | δικαιώματα |
genitive | δικαιώματος | δικαιωμάτων |
accusative | δικαίωμα | δικαιώματα |
vocative | δικαίωμα | δικαιώματα |
Coordinate terms
- see: δίκη f (díki, “trial”)
Related terms
- δίκαιος (díkaios, “fair”)