Definify.com
Definition 2024
δικανικός
δικανικός
Greek
Adjective
δικανικός • (dikanikós) m (feminine δικανική, neuter δικανικό)
Declension
positive forms of δικανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δικανικός | δικανική | δικανικό | δικανικοί | δικανικές | δικανικά |
genitive | δικανικού | δικανικής | δικανικού | δικανικών | δικανικών | δικανικών |
accusative | δικανικό | δικανική | δικανικό | δικανικούς | δικανικές | δικανικά |
vocative | δικανικέ | δικανική | δικανικό | δικανικοί | δικανικές | δικανικά |
Coordinate terms
- see: δίκη f (díki, “trial”)