Definify.com
Definition 2025
διορατικότητα
διορατικότητα
Greek
Noun
διορατικότητα • (dioratikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of διορατικότητα (dioratikótita)
| singular | |
|---|---|
| nominative | διορατικότητα |
| genitive | διορατικότητας |
| accusative | διορατικότητα |
| vocative | διορατικότητα |