Definify.com
Definition 2024
διορατικότητα
διορατικότητα
Greek
Noun
διορατικότητα • (dioratikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of διορατικότητα (dioratikótita)
singular | |
---|---|
nominative | διορατικότητα |
genitive | διορατικότητας |
accusative | διορατικότητα |
vocative | διορατικότητα |