Definify.com
Definition 2024
διπλάσιος
διπλάσιος
Greek
Adjective
διπλάσιος • (diplásios) m (feminine διπλάσια, neuter διπλάσιο)
Declension
positive forms of διπλάσιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διπλάσιος | διπλάσια | διπλάσιο | διπλάσιοι | διπλάσιες | διπλάσια |
genitive | διπλάσιου | διπλάσιας | διπλάσιου | διπλάσιων | διπλάσιων | διπλάσιων |
accusative | διπλάσιο | διπλάσια | διπλάσιο | διπλάσιους | διπλάσιες | διπλάσια |
vocative | διπλάσιε | διπλάσια | διπλάσιο | διπλάσιοι | διπλάσιες | διπλάσια |
notes | There is a common genitive plural form διπλασίων and a rarer genitive singular διπλασίου |
Related terms
See also
- Greek number and measurement