Definify.com

Definition 2024


διπλασιάζομαι

διπλασιάζομαι

Greek

Verb

διπλασιάζομαι (diplasiázomai) (simple past διπλασιάστηκα, active form διπλασιάζω, passive)

  1. passive of διπλασιάζω (diplasiázo)

Conjugation