Definify.com
Definition 2024
διπλασιάζομαι
διπλασιάζομαι
Greek
Verb
διπλασιάζομαι • (diplasiázomai) (simple past διπλασιάστηκα, active form διπλασιάζω, passive)
- passive of διπλασιάζω (diplasiázo)
Conjugation
διπλασιάζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | διπλασιάζομαι | θα διπλασιάζομαι | διπλασιαζόμουν, διπλασιαζόμουνα |
2nd person | διπλασιάζεσαι | θα διπλασιάζεσαι | διπλασιαζόσουν, διπλασιαζόσουνα | |
3rd person | διπλασιάζεται | θα διπλασιάζεται | διπλασιαζόταν, διπλασιαζότανε | |
1st person | pl | διπλασιαζόμαστε | θα διπλασιαζόμαστε | διπλασιαζόμασταν, διπλασιαζόμαστε2 |
2nd person | διπλασιάζεστε, διπλασιαζόσαστε1 | θα διπλασιάζεστε, διπλασιαζόσαστε1 | διπλασιαζόσασταν, διπλασιαζόσαστε2 | |
3rd person | διπλασιάζονται | θα διπλασιάζονται | διπλασιάζονταν, διπλασιαζόντανε, διπλασιαζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | διπλασιαστώ | θα διπλασιαστώ | διπλασιάστηκα |
2nd person | διπλασιαστείς | θα διπλασιαστείς | διπλασιάστηκες | |
3rd person | διπλασιαστεί | θα διπλασιαστεί | διπλασιάστηκε | |
1st person | pl | διπλασιαστούμε | θα διπλασιαστούμε | διπλασιαστήκαμε |
2nd person | διπλασιαστείτε | θα διπλασιαστείτε | διπλασιαστήκατε | |
3rd person | διπλασιαστούν, διπλασιαστούνε | θα διπλασιαστούν, θα διπλασιαστούνε | διπλασιάστηκαν, διπλασιαστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | διπλασιάσου | |
2nd person | pl | —3 | διπλασιαστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω διπλασιαστεί, έχεις διπλασιαστεί έχει διπλασιαστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω διπλασιαστεί, θα έχεις διπλασιαστεί, θα έχει διπλασιαστεί, … | |||
Past perfect | είχα διπλασιαστεί, είχες διπλασιαστεί, είχε διπλασιαστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||