Definify.com

Definition 2024


διστακτική

διστακτική

Greek

Adjective

διστακτική (distaktikí)

  1. Nominative feminine singular form of διστακτικός (distaktikós).
  2. Accusative feminine singular form of διστακτικός (distaktikós).
  3. Vocative feminine singular form of διστακτικός (distaktikós).