Definify.com
Definition 2024
διστακτικός
διστακτικός
Greek
Adjective
διστακτικός • (distaktikós) m (feminine διστακτική, neuter διστακτικό)
Declension
positive forms of διστακτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διστακτικός | διστακτική | διστακτικό | διστακτικοί | διστακτικές | διστακτικά |
genitive | διστακτικού | διστακτικής | διστακτικού | διστακτικών | διστακτικών | διστακτικών |
accusative | διστακτικό | διστακτική | διστακτικό | διστακτικούς | διστακτικές | διστακτικά |
vocative | διστακτικέ | διστακτική | διστακτικό | διστακτικοί | διστακτικές | διστακτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διστακτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διστακτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διστακτικότερος | διστακτικότερη | διστακτικότερο | διστακτικότεροι | διστακτικότερες | διστακτικότερα |
genitive | διστακτικότερου | διστακτικότερης | διστακτικότερου | διστακτικότερων | διστακτικότερων | διστακτικότερων |
accusative | διστακτικότερο | διστακτικότερη | διστακτικότερο | διστακτικότερους | διστακτικότερες | διστακτικότερα |
vocative | διστακτικότερε | διστακτικότερη | διστακτικότερο | διστακτικότεροι | διστακτικότερες | διστακτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διστακτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διστακτικότατος | διστακτικότατη | διστακτικότατο | διστακτικότατοι | διστακτικότατες | διστακτικότατα |
genitive | διστακτικότατου | διστακτικότατης | διστακτικότατου | διστακτικότατων | διστακτικότατων | διστακτικότατων |
accusative | διστακτικότατο | διστακτικότατη | διστακτικότατο | διστακτικότατους | διστακτικότατες | διστακτικότατα |
vocative | διστακτικότατε | διστακτικότατη | διστακτικότατο | διστακτικότατοι | διστακτικότατες | διστακτικότατα |
Related terms
- διστακτικότητα f (distaktikótita, “hesitation, diffidence”)
- δισταγμός m (distagmós, “hesitation, pause, unwillingness”)
- διστάζω (distázo, “to hesitate”)