Definify.com
Definition 2024
δοσοληψία
δοσοληψία
Greek
Noun
δοσοληψία • (dosolipsía) f (plural δοσοληψίες)
Declension
declension of δοσοληψία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοσοληψία | δοσοληψίες |
genitive | δοσοληψίας | δοσοληψιών |
accusative | δοσοληψία | δοσοληψίες |
vocative | δοσοληψία | δοσοληψίες |
Synonyms
- συναλλαγή f (synallagí)