Definify.com
Definition 2024
συναλλαγή
συναλλαγή
Greek
Noun
συναλλαγή • (synallagí) f (plural συναλλαγές)
- transaction, mutual exchange of material
- transaction, the transfer of funds into, out of, or from an account.
- commercial relationship
- supply made for political advantage
Declension
declension of συναλλαγή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναλλαγή | συναλλαγές |
genitive | συναλλαγής | συναλλαγών |
accusative | συναλλαγή | συναλλαγές |
vocative | συναλλαγή | συναλλαγές |