Definify.com
Definition 2025
δουλεμπόριο
δουλεμπόριο
Greek
Noun
δουλεμπόριο • (doulempório) n (plural δουλεμπόρια)
Declension
declension of δουλεμπόριο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δουλεμπόριο | δουλεμπόρια |
| genitive | δουλεμπορίου | δουλεμπορίων |
| accusative | δουλεμπόριο | δουλεμπόρια |
| vocative | δουλεμπόριο | δουλεμπόρια |