Definify.com

Definition 2024


δουλεμπόριο

δουλεμπόριο

Greek

Noun

δουλεμπόριο (doulempório) n (plural δουλεμπόρια)

  1. slave trade, human trafficking

Declension

Related terms

see: δουλεία f (douleía, slavery)
δούλος m (doúlos, slave)
εμπόριο n (empório, trafficking)