- έμπορος m (émporos, “merchant, trader, dealer”)
- εμποράκος m (emporákos, “small trader”)
- εμπορία f (emporía, “trading”)
- εμπορείο n (emporeío, “trading centre”)
- εμπορευματοκιβώτιο n (emporevmatokivótio, “cargo container”)
- εμπορευματοποίηση f (emporevmatopoíisi, “commercialisation”)
- εμπορεύομαι (emporévomai, “to trade”)
- εμπορεύσιμος (emporéfsimos, “marketable”)
- εμπορικό κέντρο n (emporikó kéntro, “shopping centre”)
- εμπορικό n (emporikó, “shop, haberdasher's”)
- εμπορικός (emporikós, “commercial, trade”)
- εμπορικότητα f (emporikótita, “marketability”)
|
|
- εμποριολογία f (emporiología, “commerce”)
- εμπορομεσίτης m (emporomesítis, “commercial broker”)
- εμποροπανήγυρη f (emporopanígyri, “trade fair”)
- εμποροπλοίαρχος m (emporoploíarchos, “merchant trader”)
- εμποροϋπάλληλος m, f (emporoÿpállilos, “shop assistant”)
- εμπορομεσίτης m (emporomesítis, “commercial broker”)
- εμπόρευμα n (empórevma, “commodity”)
- εμπόρισσα f (empórissa, “merchant, trader”)
- λαθρέμπορος m (lathrémporos, “smuggler”)
- λιανεμπόριο n (lianempório, “retail outlet”)
- χονδρεμπόριο n (chondrempório, “wholesale outlet”)
- παραεμπόριο n (paraempório, “illegal trading”)
|