Definify.com
Definition 2024
εμποριολογία
εμποριολογία
Greek
Noun
εμποριολογία • (emporiología) n (uncountable)
- commerce (the scientific study of trade)
Declension
Declension of εμποριολογία (emporiología)
singular | |
---|---|
nominative | εμποριολογία |
genitive | εμποριολογίας |
accusative | εμποριολογία |
vocative | εμποριολογία |
Related terms
- see: εμπόριο n (empório, “trade”)