Definify.com
Definition 2024
εμποροϋπάλληλος
εμποροϋπάλληλος
Greek
Noun
εμποροϋπάλληλος • (emporoÿpállilos) m, f (plural εμποροϋπάλληλοι)
Declension
declension of εμποροϋπάλληλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμποροϋπάλληλος | εμποροϋπάλληλοι |
genitive | εμποροϋπαλλήλου | εμποροϋπαλλήλων |
accusative | εμποροϋπάλληλο | εμποροϋπαλλήλους |
vocative | εμποροϋπάλληλε | εμποροϋπάλληλοι |
Related terms
- see: εμπόριο n (empório, “trade”)