Definify.com
Definition 2024
λαθρέμπορος
λαθρέμπορος
Greek
Noun
λαθρέμπορος • (lathrémporos) m (plural λαθρέμποροι)
Declension
declension of λαθρέμπορος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λαθρέμπορος | λαθρέμποροι |
genitive | λαθρέμπορου / λαθρεμπόρου | λαθρέμπορων / λαθρεμπόρων |
accusative | λαθρέμπορο | λαθρέμπορους / λαθρεμπόρους |
vocative | λαθρέμπορε | λαθρέμποροι |
Related terms
- see: εμπόριο n (empório, “trade”)