Definify.com
Definition 2024
εμποροπλοίαρχος
εμποροπλοίαρχος
Greek
Noun
εμποροπλοίαρχος • (emporoploíarchos) m (plural εμποροπλοίαρχοι)
Declension
declension of εμποροπλοίαρχος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμποροπλοίαρχος | εμποροπλοίαρχοι |
genitive | εμποροπλοιάρχου | εμποροπλοιάρχων |
accusative | εμποροπλοίαρχο | εμποροπλοιάρχους |
vocative | εμποροπλοίαρχε | εμποροπλοίαρχοι |
Related terms
- (ship's captain): πλοίαρχος m (ploíarchos)
- and see: εμπόριο n (empório, “trade”)