Definify.com
Definition 2024
εμπορευματοποίηση
εμπορευματοποίηση
Greek
Noun
εμπορευματοποίηση • (emporevmatopoíisi) f (plural εμπορευματοποιήσεις)
- commercialization (UK), commercialisation (US)
Declension
declension of εμπορευματοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπορευματοποίηση | εμπορευματοποιήσεις |
genitive | εμπορευματοποίησης / εμπορευματοποιήσεως | εμπορευματοποιήσεων |
accusative | εμπορευματοποίηση | εμπορευματοποιήσεις |
vocative | εμπορευματοποίηση | εμπορευματοποιήσεις |
Related terms
- see: εμπόριο n (empório, “trade”)