Definify.com
Definition 2024
εμπορευματοποιήσεις
εμπορευματοποιήσεις
Greek
Noun
εμπορευματοποιήσεις • (emporevmatopoiíseis) f
- Nominative, accusative and vocative plural form of εμπορευματοποίηση (emporevmatopoíisi).
εμπορευματοποιήσεις • (emporevmatopoiíseis) f