Definify.com
Definition 2025
εμπορευματοκιβώτιο
εμπορευματοκιβώτιο
Greek
Noun
εμπορευματοκιβώτιο • (emporevmatokivótio) n
Declension
declension of εμπορευματοκιβώτιο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εμπορευματοκιβώτιο | εμπορευματοκιβώτια |
| genitive | εμπορευματοκιβωτίου | εμπορευματοκιβωτίων |
| accusative | εμπορευματοκιβώτιο | εμπορευματοκιβώτια |
| vocative | εμπορευματοκιβώτιο | εμπορευματοκιβώτια |
Synonyms
- κοντέινερ n (kontéiner)