Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εμπορευματοκιβωτίου
εμπορευματοκιβωτίου
Greek
Noun
εμπορευματοκιβωτίου
•
(
emporevmatokivotíou
)
n
Genitive
singular
form of
εμπορευματοκιβώτιο
(
emporevmatokivótio
)
.
Similar Results