Definify.com
Definition 2024
λιανεμπόριο
λιανεμπόριο
Greek
Noun
λιανεμπόριο • (lianempório) n (plural λιανεμπόρια)
Declension
Declension of λιανεμπόριο (lianempório)
singular | |
---|---|
nominative | λιανεμπόριο |
genitive | λιανεμπορίου |
accusative | λιανεμπόριο |
vocative | λιανεμπόριο |
Related terms
- see: εμπόριο n (empório, “trade”)
Antonyms
- χονδρεμπόριο n (chondrempório, “wholesale outlet”)