Definify.com
Definition 2024
λιανικός
λιανικός
Greek
Adjective
λιανικός • (lianikós) m (feminine λιανική, neuter λιανικό)
Declension
positive forms of λιανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λιανικός | λιανική | λιανικό | λιανικοί | λιανικές | λιανικά |
genitive | λιανικού | λιανικής | λιανικού | λιανικών | λιανικών | λιανικών |
accusative | λιανικό | λιανική | λιανικό | λιανικούς | λιανικές | λιανικά |
vocative | λιανικέ | λιανική | λιανικό | λιανικοί | λιανικές | λιανικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιανικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιανικός, etc.) |
Related terms
- λιανεμπόριο n (lianempório, “retail outlet”)