Definify.com
Definition 2024
δράστης
δράστης
Greek
Noun
δράστης • (drástis) m
Declension
declension of δράστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δράστης | δράστες |
genitive | δράστη | δραστών |
accusative | δράστη | δράστες |
vocative | δράστη | δράστες |