Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
δραστηριοτήτων
δραστηριοτήτων
Greek
Noun
δραστηριοτήτων
•
(
drastiriotíton
)
f
Genitive
plural
form of
δραστηριότητα
(
drastiriótita
)
.
Similar Results