Definify.com
Definition 2025
δραστηριότητα
δραστηριότητα
Greek
Noun
δραστηριότητα • (drastiriótita) f (plural δραστηριότητες)
- activity
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
- Maths activities for the nursery school.
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
Declension
declension of δραστηριότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δραστηριότητα | δραστηριότητες |
| genitive | δραστηριότητας | δραστηριοτήτων |
| accusative | δραστηριότητα | δραστηριότητες |
| vocative | δραστηριότητα | δραστηριότητες |