Definify.com
Definition 2024
δρομόμετρα
δρομόμετρα
Greek
Noun
δρομόμετρα • (dromómetra) n
- Nominative plural form of δρομόμετρο (dromómetro).
- Accusative plural form of δρομόμετρο (dromómetro).
- Vocative plural form of δρομόμετρο (dromómetro).