Definify.com
Definition 2024
δρομόμετρο
δρομόμετρο
Greek
Noun
δρομόμετρο • (dromómetro) n (plural δρομόμετρα)
Declension
declension of δρομόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δρομόμετρο | δρομόμετρα |
genitive | δρομομέτρου | δρομομέτρων |
accusative | δρομόμετρο | δρομόμετρα |
vocative | δρομόμετρο | δρομόμετρα |
External links
- Κόμβος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el