Definify.com
Definition 2024
δυναμικό
δυναμικό
Greek
Noun
δυναμικό • (dynamikó) n (plural δυναμικά)
Declension
declension of δυναμικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δυναμικό | δυναμικά |
genitive | δυναμικού | δυναμικών |
accusative | δυναμικό | δυναμικά |
vocative | δυναμικό | δυναμικά |
Related terms
- δυναμικός (dynamikós, “powerful”)
- διαφορά δυναμικού f (diaforá dynamikoú, “potential difference”)
- δυναμικό ενέργειας n (dynamikó enérgeias, “action potential”)
External links
- Διαφορά δυναμικού on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- Δυναμικό ενέργειας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el