Definify.com
Definition 2024
δυναμικός
δυναμικός
Ancient Greek
Adjective
δυναμικός • (dunamikós) m (feminine δυναμική, neuter δυναμικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of δυναμικός, δυναμική, δυναμικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | δυναμικός | δυναμική | δυναμικόν | δυναμικώ | δυναμικᾱ́ | δυναμικώ | δυναμικοί | δυναμικαί | δυναμικᾰ́ | |||
Genitive | δυναμικοῦ | δυναμικῆς | δυναμικοῦ | δυναμικοῖν | δυναμικαῖν | δυναμικοῖν | δυναμικῶν | δυναμικῶν | δυναμικῶν | |||
Dative | δυναμικῷ | δυναμικῇ | δυναμικῷ | δυναμικοῖν | δυναμικαῖν | δυναμικοῖν | δυναμικοῖς | δυναμικαῖς | δυναμικοῖς | |||
Accusative | δυναμικόν | δυναμικήν | δυναμικόν | δυναμικώ | δυναμικᾱ́ | δυναμικώ | δυναμικούς | δυναμικᾱ́ς | δυναμικᾰ́ | |||
Vocative | δυναμικέ | δυναμική | δυναμικόν | δυναμικώ | δυναμικᾱ́ | δυναμικώ | δυναμικοί | δυναμικαί | δυναμικᾰ́ | |||
References
- δυναμικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «δυναμικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «δυναμικός» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
Greek
Adjective
δυναμικός • (dynamikós) m (feminine δυναμική, neuter δυναμικό)
Declension
positive forms of δυναμικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυναμικός | δυναμική | δυναμικό | δυναμικοί | δυναμικές | δυναμικά |
genitive | δυναμικού | δυναμικής | δυναμικού | δυναμικών | δυναμικών | δυναμικών |
accusative | δυναμικό | δυναμική | δυναμικό | δυναμικούς | δυναμικές | δυναμικά |
vocative | δυναμικέ | δυναμική | δυναμικό | δυναμικοί | δυναμικές | δυναμικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο δυναμικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο δυναμικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυναμικότερος | δυναμικότερη | δυναμικότερο | δυναμικότεροι | δυναμικότερες | δυναμικότερα |
genitive | δυναμικότερου | δυναμικότερης | δυναμικότερου | δυναμικότερων | δυναμικότερων | δυναμικότερων |
accusative | δυναμικότερο | δυναμικότερη | δυναμικότερο | δυναμικότερους | δυναμικότερες | δυναμικότερα |
vocative | δυναμικότερε | δυναμικότερη | δυναμικότερο | δυναμικότεροι | δυναμικότερες | δυναμικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο δυναμικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυναμικότατος | δυναμικότατη | δυναμικότατο | δυναμικότατοι | δυναμικότατες | δυναμικότατα |
genitive | δυναμικότατου | δυναμικότατης | δυναμικότατου | δυναμικότατων | δυναμικότατων | δυναμικότατων |
accusative | δυναμικότατο | δυναμικότατη | δυναμικότατο | δυναμικότατους | δυναμικότατες | δυναμικότατα |
vocative | δυναμικότατε | δυναμικότατη | δυναμικότατο | δυναμικότατοι | δυναμικότατες | δυναμικότατα |
Related terms
- δυναμικό n (dynamikó, “potential”)