Definify.com
Definition 2024
δυσκοιλιότητα
δυσκοιλιότητα
Greek
Noun
δυσκοιλιότητα • (dyskoiliótita) f (uncountable)
Declension
Declension of δυσκοιλιότητα (dyskoiliótita)
singular | |
---|---|
nominative | δυσκοιλιότητα |
genitive | δυσκοιλιότητας |
accusative | δυσκοιλιότητα |
vocative | δυσκοιλιότητα |