Definify.com
Definition 2024
δωδεκαδάχτυλο
δωδεκαδάχτυλο
Greek
Noun
δωδεκαδάχτυλο • (dodekadáchtylo) n (uncountable)
- Alternative form of δωδεκαδάκτυλο (dodekadáktylo)
Declension
Declension of δωδεκαδάχτυλο (dodekadáchtylo)
singular | |
---|---|
nominative | δωδεκαδάχτυλο |
genitive | δωδεκαδαχτύλου |
accusative | δωδεκαδάχτυλο |
vocative | δωδεκαδάχτυλο |