Definify.com
Definition 2025
δωδεκανησιακός
δωδεκανησιακός
Greek
Adjective
δωδεκανησιακός • (dodekanisiakós) m (feminine δωδεκανησιακή, neuter δωδεκανησιακό)
- Dodecanese (relating to the island group)
Declension
positive forms of δωδεκανησιακός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | δωδεκανησιακός | δωδεκανησιακή | δωδεκανησιακό | δωδεκανησιακοί | δωδεκανησιακές | δωδεκανησιακά |
| genitive | δωδεκανησιακού | δωδεκανησιακής | δωδεκανησιακού | δωδεκανησιακών | δωδεκανησιακών | δωδεκανησιακών |
| accusative | δωδεκανησιακό | δωδεκανησιακή | δωδεκανησιακό | δωδεκανησιακούς | δωδεκανησιακές | δωδεκανησιακά |
| vocative | δωδεκανησιακέ | δωδεκανησιακή | δωδεκανησιακό | δωδεκανησιακοί | δωδεκανησιακές | δωδεκανησιακά |
Related terms
- see: Δωδεκάνησα n pl (Dodekánisa, “Dodecanese”)
External links
-
Δωδεκάνησα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el