Definify.com
Definition 2024
εαρινή_ισημερία
εαρινή ισημερία
Greek
Noun
εαρινή ισημερία • (eariní isimería) f (plural εαρινές ισημερίες)
Related terms
- φθινοπωρινή ισημερία (fthinoporiní isimería) (autumn equinox)
εαρινή ισημερία • (eariní isimería) f (plural εαρινές ισημερίες)