Definify.com
Definition 2024
ισημερία
ισημερία
Greek
Noun
ισημερία • (isimería) f (plural ισημερίες)
Declension
declension of ισημερία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ισημερία | ισημερίες |
genitive | ισημερίας | ισημεριών |
accusative | ισημερία | ισημερίες |
vocative | ισημερία | ισημερίες |
Related terms
- εαρινή ισημερία f (eariní isimería, “spring equinox”)
- φθινοπωρινή ισημερία f (fthinoporiní isimería, “autumn equinox”)