Definify.com
Definition 2024
ισημερίες
ισημερίες
Greek
Noun
ισημερίες • (isimeríes) f
- Nominative plural form of ισημερία (isimería).
- Accusative plural form of ισημερία (isimería).
- Vocative plural form of ισημερία (isimería).
ισημερίες • (isimeríes) f