Definify.com

Definition 2024


ισημερίες

ισημερίες

Greek

Noun

ισημερίες (isimeríes) f

  1. Nominative plural form of ισημερία (isimería).
  2. Accusative plural form of ισημερία (isimería).
  3. Vocative plural form of ισημερία (isimería).