Definify.com
Definition 2024
εγκολπώνομαι
εγκολπώνομαι
Greek
Verb
εγκολπώνομαι • (enkolpónomai) (simple past εγκολπώθηκα, deponent)
Conjugation
εγκολπώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | εγκολπώνομαι | θα εγκολπώνομαι | εγκολπωνόμουν, εγκολπωνόμουνα |
2nd person | εγκολπώνεσαι | θα εγκολπώνεσαι | εγκολπωνόσουν, εγκολπωνόσουνα | |
3rd person | εγκολπώνεται | θα εγκολπώνεται | εγκολπωνόταν, εγκολπωνότανε | |
1st person | pl | εγκολπωνόμαστε | θα εγκολπωνόμαστε | εγκολπωνόμασταν, εγκολπωνόμαστε2 |
2nd person | εγκολπώνεστε, εγκολπωνόσαστε1 | θα εγκολπώνεστε, εγκολπωνόσαστε1 | εγκολπωνόσασταν, εγκολπωνόσαστε2 | |
3rd person | εγκολπώνονται | θα εγκολπώνονται | εγκολπώνονταν, εγκολπωνόντανε, εγκολπωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | εγκολπωθώ | θα εγκολπωθώ | εγκολπώθηκα |
2nd person | εγκολπωθείς | θα εγκολπωθείς | εγκολπώθηκες | |
3rd person | εγκολπωθεί | θα εγκολπωθεί | εγκολπώθηκε | |
1st person | pl | εγκολπωθούμε | θα εγκολπωθούμε | εγκολπωθήκαμε |
2nd person | εγκολπωθείτε | θα εγκολπωθείτε | εγκολπωθήκατε | |
3rd person | εγκολπωθούν, εγκολπωθούνε | θα εγκολπωθούν, θα εγκολπωθούνε | εγκολπώθηκαν, εγκολπωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | εγκολπώσου | |
2nd person | pl | —3 | εγκολπωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω εγκολπωθεί, έχεις εγκολπωθεί έχει εγκολπωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω εγκολπωθεί, θα έχεις εγκολπωθεί, θα έχει εγκολπωθεί, … | |||
Past perfect | είχα εγκολπωθεί, είχες εγκολπωθεί, είχε εγκολπωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||
Synonyms
- ασπάζομαι (aspázomai)
- ενστερνίζομαι (ensternízomai)
- υιοθετώ (yiothetó)