Definify.com
Definition 2024
εδώδιμος
εδώδιμος
Greek
Adjective
εδώδιμος • (edódimos) m (feminine εδώδιμη, neuter εδώδιμο)
- edible (that can be eaten without harm; suitable for consumption)
Declension
positive forms of εδώδιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εδώδιμος | εδώδιμη | εδώδιμο | εδώδιμοι | εδώδιμες | εδώδιμα |
genitive | εδώδιμου | εδώδιμης | εδώδιμου | εδώδιμων | εδώδιμων | εδώδιμων |
accusative | εδώδιμο | εδώδιμη | εδώδιμο | εδώδιμους | εδώδιμες | εδώδιμα |
vocative | εδώδιμε | εδώδιμη | εδώδιμο | εδώδιμοι | εδώδιμες | εδώδιμα |