Definify.com
Definition 2024
εθισμός
εθισμός
Greek
Noun
εθισμός • (ethismós) m (plural εθισμοί)
- addiction
- εθισμός στη νικοτίνη (addiction to nicotine)
Declension
declension of εθισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εθισμός | εθισμοί |
genitive | εθισμού | εθισμών |
accusative | εθισμό | εθισμούς |
vocative | εθισμέ | εθισμοί |
Related terms
- εθισμένος (ethisménos, “addicted”)