Definify.com
Definition 2024
εθισμένος
εθισμένος
Greek
Adjective
εθισμένος • (ethisménos) m (feminine εθισμένη, neuter εθισμένο)
- addicted (to something)
Declension
positive forms of εθισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εθισμένος | εθισμένη | εθισμένο | εθισμένοι | εθισμένες | εθισμένα |
genitive | εθισμένου | εθισμένης | εθισμένου | εθισμένων | εθισμένων | εθισμένων |
accusative | εθισμένο | εθισμένη | εθισμένο | εθισμένους | εθισμένες | εθισμένα |
vocative | εθισμένε | εθισμένη | εθισμένο | εθισμένοι | εθισμένες | εθισμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εθισμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εθισμένος, etc.) |
Related terms
- εθισμός m (ethismós, “addiction”)