Definify.com
Definition 2025
εθνικόφρων
εθνικόφρων
Greek
Adjective
εθνικόφρων • (ethnikófron) m (feminine εθνικόφρων, neuter εθνικόφρoν)
Declension
positive forms of εθνικόφρων
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εθνικόφρων | εθνικόφρων | εθνικόφρον | εθνικόφρονες | εθνικόφρονες | εθνικόφρονα |
genitive | εθνικόφρονος | εθνικόφρονος | εθνικόφρονος | εθνικοφρόνων | εθνικοφρόνων | εθνικοφρόνων |
accusative | εθνικόφρονα | εθνικόφρονα | εθνικόφρον | εθνικόφρονες | εθνικόφρονες | εθνικόφρονα |
notes | neuter forms are uncommon |
Synonyms
- εθνικιστικός (ethnikistikós)
Related terms
- see: έθνος n (éthnos, “nation”)