Definify.com
Definition 2024
εθνοκεντρισμός
εθνοκεντρισμός
Greek
Noun
εθνοκεντρισμός • (ethnokentrismós) m (uncountable)
Declension
Declension of εθνοκεντρισμός (ethnokentrismós)
singular | |
---|---|
nominative | εθνοκεντρισμός |
genitive | εθνοκεντρισμού |
accusative | εθνοκεντρισμό |
vocative | εθνοκεντρισμέ |