Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εθολογία
εθολογία
Greek
Noun
εθολογία
•
(
ethología
)
f
(
plural
εθολογίες
)
(
biology
,
psychology
)
ethology
Declension
declension of
εθολογία
singular
plural
nominative
εθολογία
εθολογίες
genitive
εθολογίας
εθολογιών
accusative
εθολογία
εθολογίες
vocative
εθολογία
εθολογίες
Synonyms
ηθολογία
f
(
ithología
)
Similar Results