Definify.com
Definition 2024
ηθολογία
ηθολογία
See also: ἠθολογία
Greek
Noun
ηθολογία • (ithología) f (plural ηθολογίες)
- (biology, psychology) ethology
- (philosophy) ethics
Declension
declension of ηθολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηθολογία | ηθολογίες |
genitive | ηθολογίας | ηθολογιών |
accusative | ηθολογία | ηθολογίες |
vocative | ηθολογία | ηθολογίες |