Definify.com
Definition 2024
εικαστικός
εικαστικός
Greek
Adjective
εικαστικός • (eikastikós) m (feminine εικαστική, neuter εικαστικό)
- (art) visual, representative, plastic
Declension
positive forms of εικαστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εικαστικός | εικαστική | εικαστικό | εικαστικοί | εικαστικές | εικαστικά |
genitive | εικαστικού | εικαστικής | εικαστικού | εικαστικών | εικαστικών | εικαστικών |
accusative | εικαστικό | εικαστική | εικαστικό | εικαστικούς | εικαστικές | εικαστικά |
vocative | εικαστικέ | εικαστική | εικαστικό | εικαστικοί | εικαστικές | εικαστικά |
Related terms
- εικαστικές τέχνες f pl (eikastikés téchnes, “visual arts”)