Definify.com
Definition 2024
εικονολήπτης
εικονολήπτης
Greek
Noun
εικονολήπτης • (eikonolíptis) m (plural εικονολήπτες, feminine εικονολήπτρια)
Declension
declension of εικονολήπτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εικονολήπτης | εικονολήπτες |
genitive | εικονολήπτη | εικονοληπτών |
accusative | εικονολήπτη | εικονολήπτες |
vocative | εικονολήπτη | εικονολήπτες |
Synonyms
- κάμερα-μαν m (kámera-man)
Coordinate terms
- see: κάμερα m (kámera, “camera”)
External links
- εικονολήπτης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el