Definify.com
Definition 2024
κάμερα
κάμερα
Greek
Noun
κάμερα • (kámera) f (plural κάμερες)
- (film, photography) camera (usually for film and video)
Declension
declension of κάμερα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κάμερα | κάμερες |
genitive | κάμερας | — |
accusative | κάμερα | κάμερες |
vocative | κάμερα | κάμερες |
Synonyms
- βιντεοκάμερα f (vinteokámera, “video/movie camera”)
- κινηματογραφική μηχανή f (kinimatografikí michaní, “video/movie camera”)
- κινηματογραφική κάμερα f (kinimatografikí kámera, “video/movie camera”)
Derived terms
- κάμερα-μαν n (kámera-man, “cameraman”)
Coordinate terms
- φωτογραφική μηχανή f (fotografikí michaní, “still camera”)
- εικονοληπτική μηχανή f (eikonoliptikí michaní, “still camera”)