Definify.com
Definition 2024
εισιτήριο_διάρκειας
εισιτήριο διάρκειας
See also: εισιτήριο διαρκείας
Greek
Noun
εισιτήριο διάρκειας • (eisitírio diárkeias) n (plural εισιτήρια διάρκειας)
- Alternative form of εισιτήριο διαρκείας (eisitírio diarkeías)