Definify.com
Definition 2024
εκατοντάδα
εκατοντάδα
Greek
Noun
εκατοντάδα • (ekatontáda) f (plural εκατοντάδες)
Declension
declension of εκατοντάδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκατοντάδα | εκατοντάδες |
genitive | εκατοντάδας | εκατοντάδων |
accusative | εκατοντάδα | εκατοντάδες |
vocative | εκατοντάδα | εκατοντάδες |
Related terms
- see: εκατό n (ekató, “hundred, 100”)
See also
- Greek number and measurement